- μίλησα
- spoke
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
αντιμιλώ — μίλησα, απαντώ σε κάποιον, και μάλιστα ανώτερό μου, με αυθάδεια: Πολλές φορές του έχω πει να μην αντιμιλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μιλώ — μίλησα, μιλήθηκα, μιλημένος 1. ομιλώ, κουβεντιάζω, συνομιλώ: Μιλήσαμε για την πολιτική κατάσταση της χώρας. 2. η μτχ., μιλημένος αυτός που συμφώνησε με κάποιον άλλο για να κάνει μια εξυπηρέτηση. 3. φρ., «Μιλώ με το σεις και με το σας»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek
αποχαιρετίζω — κ. χαιρετώ (AM ἀποχαιρετίζω κ. χαιρετῶ, άω) 1. χαιρετώ κάποιον που φεύγει 2. χαιρετώ προκειμένου ν αναχωρήσω ή ν αποχωρήσω για ύπνο νεοελλ. 1. εγκαταλείπω ή χάνω κάτι για πάντα 2. χαιρετώ ή ασπάζομαι κάποιον νεκρό ή τον οποίο θεωρώ νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
δόντι — το (Μ ὀδόντιν, δόντιον, δόντιν) 1. καθένα από τα οστεοειδή όργανα τα οποία, εμφυτευμένα συμμετρικά στις φατνικές αποφύσεις τών γνάθων, χρησιμεύουν για το μάσημα τής τροφής 2. κάθε προεξοχή σκεύους, οργάνου, εργαλείου, τείχους που μοιάζει με δόντι … Dictionary of Greek
κρυώνω — (Μ κρυώνω) [κρύος] 1. (αμτβ.) αισθάνομαι ψύχος, ριγώ («όλη τη νύχτα κρύωνα») 2. (αμτβ.) ψύχομαι, υφίσταμαι ψύξη, ψυχραίνομαι («πιες τον καφέ σου, γιατί θα κρυώσει») νεοελλ. 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ψυχρό, ψύχω 2. (αμτβ.) κρυολογώ («κρύωσα επειδή… … Dictionary of Greek
κυλώ — άω, μέσ. κυλιέμαι και κυλιούμαι 1. κινώ κάτι ή κινούμαι περιστροφικά πάνω σε μιαν επιφάνεια ή μέσα σε κάτι (α. «χαμαί στη γης εξάπλωσε, στα αίματα κυλίστη», Ερωτόκρ. β. «τα παιδιά κυλιούνται στην άμμο») 2. κάνω κάτι να κατρακυλήσει, να κυλήσει… … Dictionary of Greek